ιχθυοπωλείο

ιχθυοπωλείο
το
κατάστημα όπου πουλιούνται ψάρια, ψαράδικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιχθυοπωλείο — τὸ (Α ἰχθυοπωλεῑον) [ιχθυοπώλης] τόπος ή κατάστημα όπου πωλούνται ψάρια, ψαράδικο …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοπώλιον — ἰχθυοπώλιον, τὸ (Α) [ιχθυοπώλης] (παπ.) ιχθυοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • οψαριοπωλείον — ὀψαριοπωλεῑον, τὸ (Α) [οψαριοπώλης] το ιχθυοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • ψαράδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα και στον ψαρά 2. το ουδ. ως ουσ. το ψαράδικο α) ιχθυοπωλείο β) ψαροκάικο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαράδικα (με περλπτ. σημ.) ιχθυαγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαράς, πληθ. ψαράδες, + κατάλ. ικος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”